Ο Εμμανουήλ Λασκαρίδης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για δεκαπέντε χρόνια, πρώην Νομικός Ελεγκτής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και πιστοποιημένος Data Protection Officer από την TUV AUSTRIA HELLAS. Εργάστηκε επίσης ως βοηθός διδακτικού προσωπικού στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ως Νομικός Εμπειρογνώμονας στον Τομέα της Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης στον Συνήγορο του Πολίτη για δέκα χρόνια.
Είναι γνωστός ως ειδικός εμπειρογνώμονας στην Προστασία Δεδομένων για τέσσερις λόγους:
Πρώτον, για τις σε τέσσερις γλώσσες επιστημονικές δημοσιεύσεις του στον τομέα αυτό, όπως το α) το διδακτορικό δίπλωμα στο Αστικό Δίκαιο και την Προστασία των Δεδομένων (Πανεπιστήμιο Carls-Ruprecht, Χαϊδελβέργη) με θέμα “Η υποχρέωση τήρησης ιατρικού αρχείου και ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων” (στα γερμανικά) β) το άρθρο του στην “Expertises des systèmes d’information”, Τόμος 283, Ιούλιος 2004, σελ. 263-268 “Η δημοσιότητα των αποφάσεων του αστικού δικαστηρίου και η προστασία των προσωπικών δεδομένων” (στα γαλλικά) γ) “Αστική ευθύνη λόγω κακή χρήσης της τηλεϊατρικής” (σε διαδικασία επεξεργασίας) και δ) διάφορα άρθρα όπως το “Το κλειδί για την πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα”, ΔιΜΜΕ, σελ. 314-324 – “Τηλεϊατρική και Αστική Ευθύνη» στον συλλογικό τόμο «Βιοηθικά Θέματα», 2014, σελ. 477-498 – «Εμπιστευτικότητα των επαγγελματιών και των βοηθών τους, στην εγκληματικότητα, την κρατική και την ποινική δικαιοσύνη: Σύγχρονα ζητήματα εγκλήματος, 2016, σελ. 238-252 – «Ιατρική αστική ευθύνη από τη χρήση ιατρικών εργαλείων, μηχανημάτων και λογισμικού», Αρμενόπουλος 2016, σελ. 1868-1885 σε όλα τα ελληνικά και τη συμβολή του στα σχόλια των άρθρων 13 (ιατρικό απόρρητο) και 18 (διαφήμιση των ιατρών μέσω Διαδικτύου) σχετικά με τον «Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας – Σχόλια για τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας», το 2013 ένα συλλογικό έργο στο οποίο ήταν και ο εκδότης.
Δεύτερον, για τα δεκάδες συνέδρια και τα σεμινάρια που παρακολούθησε για να αποκτήσει γνώσεις σε αυτόν τον τομέα, τα οποία έλαβαν χώρα κυρίως στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γερμανία.
Τρίτον, για την πρακτική του στον Τομέα. Εργάστηκε ως νομικός ελεγκτής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Υπήρξε μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την ενοποίηση της νομοθεσίας του ελληνικού Ε.Σ.Υ (2007-2008) και της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την Κοινωνική Ασφάλιση των μη ασφαλισμένων πολιτών. Από το 2007 μέχρι σήμερα, χειρίζεται νομικές υποθέσεις και παρέχει νομική υποστήριξη, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των προσωπικών δεδομένων με ιδιαίτερη εμπειρία σε δεδομένα υγείας. Μεταξύ αυτών είναι οι αγωγές για παραβίαση δεδομένων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και οι αιτήσεις θεραπείας ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Τέλος, είναι το σημαντικό ότι πραγματοποίησε πολλές ομιλίες σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και στα ελληνικά νοσοκομεία και στο Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Αυτά τον καθιέρωσαν ως έναν εμπειρογνώμονα και καλό εκπαιδευτή σε θέματα της Προστασίας Δεδομένων.
Μιλάει άπταιστα ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ρωσικά. Από τον Σεπτέμβριο 2017 έχει εκλεχθεί ως Τακτικό Μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Υπότροφων του Ωνάσειου Ιδρύματος.
Η έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπως την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα, επιφέρει σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου. Επειδή η νομική φύση της δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου, διατυπώνονται διαφορετικές γνώμες από τις Εισαγγελικές Αρχές, την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη, εάν η παραγγελία εκδοθεί πριν την κατάθεση της αίτησης προς τη διοίκηση, το διοικητικό όργανο οφείλει να εξετάσει το αίτημα του πολίτη και να απαντήσει εντός της νόμιμης προθεσμίας βάσει του άρθρου 10 παρ. 3 Συντ. Η δε εισαγγελική παραγγελία θα πρέπει να θεωρηθεί απλή διαβίβαση από αναρμόδια υπηρεσία (άρθρο 4 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ). Εάν εκδοθεί μετά την άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει τα σχετικά έγγραφα, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως διοικητική προσφυγή ή αίτηση θεραπείας κατά το άρθρο 24 παρ. 1 ΚΔΔιαδ, οπότε η διοίκηση οφείλει να την εξετάσει, αλλά δεν δεσμεύεται από αυτή.
«Ηλεκτρονικός Ιατρικός Φάκελος. Υποχρέωση τήρησης ιατρικού αρχείου και ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων». Διδακτορική Διατριβή. Εκδόθηκε το έτος 2003 από το Διεθνή Εκδοτικό Οίκο Peter Lang GmbH.
Η διατριβή έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα, διότι, αν και ανήκει στον χώρο του Αστικού Δικαίου, προσεγγίζει και άλλους τομείς του Δικαίου, όπως το Ιατρικό Δίκαιο και το Ηλεκτρονικό Δίκαιο (ή άλλως Δίκαιο της Πληροφορικής). Το πρώτο μέρος της εργασίας πραγματεύεται όλα τα νομικά ζητήματα που άπτονται του συμβατικού (χάρτινου) ιατρικού αρχείου. Επιχειρείται η νομική θεμελίωση της υποχρέωσης για την τήρηση αυτού. Συνταγματικά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η αναγνώριση της υποχρέωσης είναι τα δικαιώματα της προσωπικότητας, της ιδιωτικής αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας. Αυτά τα δικαιώματα τριτενεργούν στο Αστικό Δίκαιο μέσω των γενικών ρητρών του άρθρου 157 γερμανικού ΑΚ (ερμηνεία των συμβάσεων) και οδηγούν στην καθιέρωση της υποχρέωσης τήρησης ιατρικών αρχείων (§§ 1-3).
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται αρχικά η αναγκαιότητα τήρησης επαγγελματικής εχεμύθειας για ορισμένα επαγγέλματα, όπου λόγω της ιδιαίτερης κοινωνικής σπουδαιότητάς τους ο πολίτης εμπιστεύεται στους λειτουργούς τους εκούσια ή ακούσια δεδομένα της ιδιωτικής του ζωής. Στις περιπτώσεις αυτές επιδιώκεται, πέρα από την προστασία του ατομικού, μη περιουσιακού συμφέροντος της ιδιωτικότητας, και η διαφύλαξη ενός δημοσίου συμφέροντος, του κοινωνικοεπαγγελματικού status, ήτοι της εξέχουσας θέσης που κατέχουν τα λειτουργήματα αυτά στην κοινωνία λόγω των σχέσεων εμπιστοσύνης που δημιουργούνται μεταξύ επαγγελματιών-πελατών τους. Εν συνεχεία επιχειρείται η καταγραφή εξαιρέσεων από τον κανόνα της επαγγελματικής εχεμύθειας.
Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο στη γαλλική γλώσσα και αναφέρεται την πρακτική των γαλλικών δικαστηρίων να δημοσιεύουν δικαστικές αποφάσεις αστικών υποθέσεων με τα ονόματα των διαδίκων. Δυο αρχές διαφορετικής προέλευσης συγκρούονται στο πλαίσιο της δικαστηριακής αυτής πρακτικής: αφενός η δικονομική αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων που αναγνωρίζεται από όλα τα γαλλικά συντάγματα και αφετέρου η προστασία των προσωπικών δεδομένων που προκύπτει τόσο από το νέο άρθρο 9 του γαλλικού Α.Κ. όσο και από το γαλλικό Ν. 78-17 της 6ης Ιανουαρίου 1978 περί πληροφορικής, αρχείων και ελευθεριών. Με την καθιέρωση της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθής απονομής δικαιοσύνης και η εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Σ’ αυτή τη μελέτη υποστηρίζεται ότι συντρέχουν πλέον και στην Ελλάδα οι κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν δικαστήρια άλλων χωρών (Γερμανία και Η.Π.Α.) στην αναγνώριση της υποχρέωσης τήρησης ιατρικού αρχείου. Αν και δεν υφίσταται ειδική νομοθετική καθιέρωση της υποχρέωσης αυτής στη χώρα μας, παρά μόνο έμμεσες αναφορές στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, η υποχρέωση αυτή προκύπτει αφενός ως υποχρέωση συναλλακτικής επιμέλειας και αφετέρου ως παρεπόμενη υποχρέωση κατά τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ. Με την αρωγή του επιχειρήματος «από το μείζον στο έλασσον» γίνεται δεκτό ότι αν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβάλλουν την υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, τότε πολύ περισσότερο επιτάσσουν την τήρηση ιατρικού αρχείου, το οποίο αποτελεί απαραίτητο μέσο για τη διάγνωση και θεραπευτική αγωγή.
Η ιδιομορφία του ιατρικού επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος με αυξημένο
κοινωνικό κύρος, αφενός αντιμετωπίζεται ευνοϊκά από το δίκαιο στην περίπτωση ανάπτυξης πρωτοβουλιών για τη σωτηρία της ανθρώπινης ζωής, αφετέρου φέρει το ειδικό βάρος ευθυνών, λόγω της βαρύνουσας επίδρασης του στον άνθρωπο, το θεμέλιο λίθο του κοινωνικού συστήματος. Η ιατρική επιστήμη επηρεάζει, επομένως, άμεσα την κοινωνική εμπιστοσύνη, που αποτελεί και τον πρωταρχικό σκοπό του δικαίου. Παράδειγμα ιατρικής πράξης με βαρύνουσα σημασία για την κοινωνική πίστη είναι τα ψυχιατρικά πιστοποιητικά. Ψευδή ψυχιατρικά πιστοποιητικά δεν επιφέρουν μόνο κοινωνική αναταραχή, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που επιτρέπεται το σε αυτά θεμελιωμένο εξιτήριο από ψυχιατρείο ψυχασθενούς αλλά και το κύρος και η αξιοπιστία στο επάγγελμα του ψυχιάτρου.Στο παρόν άρθρο αναλύεται το ισχύον νομοθετικό καθεστώς για την έκδοση ψευδούς ιατρικού πιστοποιητικού από ιατρό με την ειδικότητα ψυχιάτρου, μέσω της αναφοράς στους κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης και της κρατούσας νομολογίας, αλλά και της αντιπαραβολής αυτής προς τη νομική σκέψη αλλοδαπών έννομων τάξεων.
Η έννοια του ιατρικού απόρρητου. Το ιατρικό απόρρητο αποτελεί μια από τις υποχρεώσεις του Ιατρού και αναγνωρίζεται τόσο από τον Όρκο του Ιπποκράτη (400π.Χ.) όσο και από όλους τους μέχρι σήμερα εκδοθέντες ελληνικούς Κώδικες Ιατρικής Δεοντολογίας. Σκοπός του είναι η προστασία του κύρους του ιατρικού επαγγέλματος και η προστασία της ιδιωτικότητας του ασθενούς. Ο ορισμός της παρ. 1 του άρθρου 13 ΚΙΔ περιορίζει τη σχετική υποχρέωση εχεμύθειας του ιατρού μόνο για πληροφορίες, τις οποίες αυτός έχει αντιληφθεί “στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του”. Η περιστολή αυτής της έννοιας του απορρήτου περιορίζει την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού.
Με τον όρο τηλεϊατρική νοείται η εξ αποστάσεως αρωγή ιατρών, και στην προκειμένη περίπτωση η αρωγή ασθενών ή γενικών ιατρών τους από εξειδικευμένους συναδέλφους των τελευταίων με σκοπό την διάγνωση ή θεραπεία του παθόντος. Για την υλοποίηση της αρκούν δυο τερματικά (σταθερός Η/Υ ή Laptop, i–phone ή i–pad) και η χρήση ενός προγράμματος τηλεπικοινωνίας (π.χ. Skype). Η τηλεϊατρική εφαρμόζεται ευρύτατα άνω των τριών δεκαετιών στις ΗΠΑ. Στην γαστρεντερολογία γίνεται πλέον λόγος για τηλεενδοσκοπία, στους νευροχειρουργούς για τηλεχειρουργική και περαιτέρω για τηλεκαρδιολογία, τηλεδερματολογία και τηλεψυχιατρική. Στην Ευρώπη η τηλεϊατρική εφαρμόζεται άνω των δυο δεκαετιών κυρίως για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών (έτσι σε Σουηδία, Δανία, Αγγλία, Γερμανία και Ιταλία).[1] Στη Ρωσία και τις ΗΠΑ, η τηλεϊατρική εφαρμόζεται και στα διαστημόπλοια όπου παρακολουθείται με αισθητήρες η υγεία των αστροναυτών από το επίγειο κέντρο.[2]